- ἐγχέζω
- ἐγχέζω, [tense] fut. -χέσω or -χεσοῦμαι: [tense] pf. ἐγκέχοδα, = Lat.A incacare, Ar.Ra.479: c. acc., to be in a horrid fright at one, Id.V.627.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγχέζω — ἐγχέζω (Α) φρ. 1. «οὗτος τί δέδρακας;» «ἐγκέχοδα» χέστηκα, τά κάνα πάνω μου απ τον φόβο 2. «κἀγκεχοδασί μ οἱ πλουτοῡντες» και τά κάνουν απάνω τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν (Αριστφ.) … Dictionary of Greek
ἐγκέχοδα — ἐγχέζω incacare perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'γχέσαιμ' — ἐγχέσαιμι , ἐγχέζω incacare aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀγκεχόδασι — ἐγκεχόδᾱσι , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀγκεχόδασιν — ἐγκεχόδᾱσιν , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)